- άγραμμος
- -η, -οχωρίς γραμμές, αχαράκωτος: Δώσε μου μια κόλλα άγραμμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άγραμμος — η, ο (Α ἄγραμμος, ον) [γραμμή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος μσν. (για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής … Dictionary of Greek
ἄγραμμα — ἄγραμμος not on the line neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek